- αγειτόνευτος
- -η, -ο (Μ ἀγειτόνευτος, -ον) [γειτονεύω]νεοελλ.αυτός που δεν έχει κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονές του, ακοινώνητοςμσν.αυτός που δεν έχει γείτονες, απομονωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγειτόνευτος — η, ο ο χωρίς γείτονα, ο απομονωμένος: Κοντά στ άλλα είχαν και σπίτι αγειτόνευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)